ὄρπαξ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
κλίση με δωρικά άρθρα | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ὀρπᾱκ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | ὄρπαξ | τοὶ | ὄρπακες | ||||
γενική | τῶ | ὄρπακος | τῶν | ὀρπάκων | ||||
δοτική | τῷ | ὄρπακῐ | τοῖς | ὄρπαξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ὄρπακᾰ | τώς | ὄρπακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ὄρπαξ | ὄρπακες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄρπακε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρπάκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὄρπαξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὄρπαξ, -ακος αρσενικό
- αιολικός και δωρικός τύπος του ὄρπηξ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ὄρπηξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρπαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.