Ετυμολογία

επεξεργασία
θάλος < θάλλω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θάλος-θάλεος ουδέτερο ( & αρσενικός τύπος ο θαλλός)

  1. βλαστάρι
  2. τέκνο