Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρύκω < λείπει η ετυμολογία

ἐρύκω

  1. αναχαιτίζω, συγκρατώ, κρατώ τον έλεγχο, περιορίζω, εμποδίζω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 302
    ἕτερος δέ με θυμὸς ἔρυκεν.
    δεύτερη όμως σκέψη με συγκράτησε.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  2. φιλοξενώ
  3. κρατώ με τη βία, τον εμποδίζω να φύγει
  4. απομακρύνω, αποκρούω
  5. κρατώ χωριστά, ξεχωρίζω
  6. (για στρατό) επιστρατεύω, συγκεντρώνω
  7. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο
  8. (για άλογα) χαλιναγωγώ, δένω
  9. (στην παθητική φωνή) συγκρατούμαι, τίθεμαι υπό κράτηση, περιορίζομαι, είμαι ασφαλής
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 373 (στίχοι 373-374)
    ὡς δὴ δήθ᾽ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκεαι, οὐδέ τι τέκμωρ | εὑρέμεναι δύνασαι, μινύθει δέ τοι ἦτορ ἑταίρων.
    Αφού τόσο καιρό εμποδίζεσαι, | και δεν μπορείς να βρεις κάποια σωτήρια λύση, τώρα που πια εξαντλήθηκε κι η αντοχή των φίλων σου.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  10. (στην παθητική φωνή) εμποδίζομαι, μένω πίσω, δεν προχωρώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία