ἀπερύκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀπερύκω
- αποκρούω, απωθώ, κρατώ μακριά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 119 (116-119)
- Νῆσος ἔπειτα λάχεια παρὲκ λιμένος τετάνυσται | γαίης Κυκλώπων οὔτε σχεδὸν οὔτ᾽ ἀποτηλοῦ, | ὑλήεσσ᾽· ἐν δ᾽ αἶγες ἀπειρέσιαι γεγάασιν | ἄγριαι· οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει,
- Ένα νησί εκεί απλώνεται μπρος σε λιμάνι χαμηλό, | μήτε κοντά μήτε πολύ μακριά απ᾽ των Κυκλώπων την ακτή, | πυκνό σε δάση. Πάνω του ζουν τα αγριοκάτσικα αναρίθμητα· | αφού εκεί πόδι ανθρώπου δεν πατά να τα σκορπίσει,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Νῆσος ἔπειτα λάχεια παρὲκ λιμένος τετάνυσται | γαίης Κυκλώπων οὔτε σχεδὸν οὔτ᾽ ἀποτηλοῦ, | ὑλήεσσ᾽· ἐν δ᾽ αἶγες ἀπειρέσιαι γεγάασιν | ἄγριαι· οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 185 (185-186)
- ἀλλ᾽ ἀπερύκοι | καὶ Ζεὺς κακὰν καὶ Φοῖβος Ἀργείων φάτιν.
- Αλλά ο Δίας κι ο Φοίβος Απόλλων θα μπορούσαν να διώξουν | των Αργείων την επαίσχυντη φήμη.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἀπερύκοι | καὶ Ζεὺς κακὰν καὶ Φοῖβος Ἀργείων φάτιν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 8.25
- ἀλλὰ γάρ, ἔφη, θαυμάζω ὅτι εἰ μέν τινι ὑμῶν ἀπηχθόμην, μέμνησθε καὶ οὐ σιωπᾶτε, εἰ δέ τῳ ἢ χειμῶνα ἐπεκούρησα ἢ πολέμιον ἀπήρυξα ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι, τούτων δὲ οὐδεὶς μέμνηται,
- Απορώ όμως, πρόσθεσε, που αν έγινα σε μερικούς από σας μισητός, το θυμάστε και το διηγείστε, ενώ αν προφύλαξα κανέναν από το κρύο ή αν έδιωξα εχθρό από κοντά του ή αν του προμήθεψα κάτι, όταν ήταν άρρωστος ή όταν είχε ανάγκη, αυτά δεν τα θυμάται κανένας.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἀλλὰ γάρ, ἔφη, θαυμάζω ὅτι εἰ μέν τινι ὑμῶν ἀπηχθόμην, μέμνησθε καὶ οὐ σιωπᾶτε, εἰ δέ τῳ ἢ χειμῶνα ἐπεκούρησα ἢ πολέμιον ἀπήρυξα ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι, τούτων δὲ οὐδεὶς μέμνηται,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 119 (116-119)
- εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι
- (στη μέση φωνή) απέχω από ομιλία, δεν συμμετέχω σε συζήτηση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 169 (166-169)
- λόγον εἴ τιν᾽ οἴσεις | πρὸς ἐμὰν λέσχαν, ἀβάτων ἀποβάς, | ἵνα πᾶσι νόμος, | φώνει· πρόσθεν δ᾽ ἀπερύκου.
- Αν θες ο λόγος σου να φτάσει | στη συντροφιά μας, βγες έξω από το άβατο | και μίλησε αποκεί που σ᾽ όλους είναι θεμιτό· | όμως πιο πριν κρατήσου αμίλητος.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 169 (166-169)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἐρύκω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀπερύκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπερύκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.