Ἄδωνις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Ἀδωνιδ- & Ἀδωνι- | |||||
ονομαστική | ὁ | Ἄδωνις | οἱ | Ἀδώνιδες | |
γενική | τοῦ | Ἀδώνιδος & Ἀδώνιος |
τῶν | Ἀδωνίδων | |
δοτική | τῷ | Ἀδώνιδῐ | τοῖς | Ἀδώνισῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | Ἄδωνιν | τοὺς | Ἀδώνιδᾰς | |
κλητική ὦ! | Ἄδωνι | Ἀδώνιδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀδώνιδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀδωνίδοιν | |||
Από το θέμα Ἀδωνι- η γενική Ἀδώνιος. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἌδωνις αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο Άδωνης, γιος του Κινύρα και της Μύρρας, ευνοούμενος και μύστης της Αφροδίτης,
- ※ Ἄδωνιν ἡ Κυθήρη / ὡς εἶδε νεκρὸν ἤδη, / τυγνὰν ἔχοντα χαίταν / ὠχράν τε τὰν παρειάν, / ἄγειν τὸν ὗν πρὸς αὑτὰν / ἔταξε τὼς Ἔρωτας. (Θεόκριτος, Εἰς νεκρὸν Ἄδωνιν) → λείπει η μετάφραση
- (μεταφορικά) ευνοούμενος, αγαπημένος
- ※ εἰσὶ δ᾽ οἳ καὶ ἐπὶ κάλλει θαυμάζεσθαι ἐθέλουσιν, καὶ δεῖ Ἀδώνιδας αὐτοὺς καὶ Ὑακίνθους ἀκούειν, πήχεως ἐνίοτε τὴν ῥῖνα ἔχοντας. (Λουκιανός, Περὶ τῶν ἐν Μισθῷ συνόντων, 35) → λείπει η μετάφραση
- ανδρικό όνομα
- (ιχθυολογία) είδος ψαριού (που πηδάει έξω από το νερό)
- (φυτό) είδος ανεμώνης (Anemone fulgens)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Για μεταφράσεις, → δείτε τη γραφή Άδωνης
Πηγές
επεξεργασία- Ἄδωνις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἄδωνις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Burkert, Walter (1985), Greek Religion, Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, ISBN 0-674-36281-0, σελ. 176–177.