Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀδωνιακός < Ἄδωνις

  Επίθετο

επεξεργασία
Ἀδωνιακός -ή, -όν
  • ο αναφερόμενος εις τον Άδωνιν

Συνώνυμα

επεξεργασία