Δείτε επίσης: Ἄδωνις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Άδωνης
      γενική του Άδωνη
    αιτιατική τον Άδωνη
     κλητική Άδωνη
Για τον πληθυντικό, δείτε το αρχαίο Ἄδωνις.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Άδωνης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἄδωνις < φοινικική 𐤀𐤃𐤍 (ʾdn / ⁠adōn⁠, κύριος)[1] < πρωτοσημιτική *ʾadan- (άρχω, κρίνω, δικάζω)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άδωνης αρσενικό

  • άλλη γραφή του Άδωνις
    ※  Μπορούμε λοιπόν χωρίς καμιά ενοχή να λέμε «ο Άδωνης, του Άδωνη», «ο Σοφοκλής, του Σοφοκλή», «η Κλειώ, της Κλειώς», κι αν κανένα ψώνιο μάς ζητήσει να το λέμε «της Κλειούς» μπορούμε να ρωτήσουμε: Δηλαδή Κλειού σε λένε; Εγώ τουλάχιστον αυτό κάνω. (*)
    ※  Διαχειριστικά δεν σημαίνει τίποτε, γιατί ο Άδωνης δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα. Επικοινωνιακά όμως σημαίνει ότι κατασκευάσθηκε ένα νέο νόμισμα. Από τη μια πλευρά έχει έναν σόουμαν της Δεξιάς. Από την άλλη όμως έχει την παροιμία «εκεί που κρεμούσαν οι κλέφτες τ' άρματα, κρεμούν γύφτοι τα νταούλια». (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Burkert, Walter (1985), Greek Religion, Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, ISBN 0-674-36281-0, σελ. 176–177.