γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀπάγων ἀπάγουσ τὸ ἀπάγον
      γενική τοῦ ἀπάγοντος τῆς ἀπαγούσης τοῦ ἀπάγοντος
      δοτική τῷ ἀπάγοντ τῇ ἀπαγούσ τῷ ἀπάγοντ
    αιτιατική τὸν ἀπάγοντ τὴν ἀπάγουσᾰν τὸ ἀπάγον
     κλητική ! ἀπάγων ἀπάγουσ ἀπάγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀπάγοντες αἱ ἀπάγουσαι τὰ ἀπάγοντ
      γενική τῶν ἀπαγόντων τῶν ἀπαγουσῶν τῶν ἀπαγόντων
      δοτική τοῖς ἀπάγουσῐ(ν) ταῖς ἀπαγούσαις τοῖς ἀπάγουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀπάγοντᾰς τὰς ἀπαγούσᾱς τὰ ἀπάγοντ
     κλητική ! ἀπάγοντες ἀπάγουσαι ἀπάγοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπάγοντε τὼ ἀπαγούσ τὼ ἀπάγοντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀπαγόντοιν τοῖν ἀπαγούσαιν τοῖν ἀπαγόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀπάγων, -ουσα, ον

  1. οδηγώ κάτι μακριά, αρπάζω
    ※  5ος/4oς πκε αιώνας Λυσίας, Περὶ τοῦ σηκοῦ ἀπολογία, 7.19
    ὅς φησιν ὡς ἐγὼ μὲν παρειστήκη, οἱ δ᾽ οἰκέται ἐξέτεμνον τὰ πρέμνα, ἀναθέμενος δὲ ὁ βοηλάτης ᾤχετο ἀπάγων τὰ ξύλα.
    Αυτός ισχυρίζεται ότι εγώ παρακολουθούσα, ότι οι υπηρέτες έκοβαν τις ρίζες και ότι ο αμαξηλάτης φόρτωσε τα ξύλα και έφυγε μεταφέροντάς τα μακριά.
    Μετάφραση: Θ.Κ. Στεφανόπουλος @greek‑language.gr
    ※  4oς πκε αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τῆς εἰρήνης, 5.8
    ταύτην ἐξαργυρίσας πρὸς ἐκεῖνον ἀπάγων οἴχεται.
    εξαργύρωσε όση ακίνητη περιουσία είχε εδώ, την πήρε και αναχώρησε για τον Φίλιππο.
    Μετάφραση (2003): Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Μ. Αραποπούλου @greek‑language.gr
  2. οδηγώ μακριά, αποσύρω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 100.5
    ἤδη ὦν, ἐπειδὴ οὐ Πέρσαι τοι αἴτιοί εἰσι, ἐμοὶ πείθεο· εἴ τοι δέδοκται μὴ παραμένειν, σὺ μὲν ἐς ἤθεα τὰ σεωυτοῦ ἀπέλαυνε τῆς στρατιῆς ἀπάγων τὸ πολλόν,
    Άρα λοιπόν, μια και δε σ᾽ έφταιξαν σε τίποτα οι Πέρσες άκουσέ με· αν έχεις πάρει την απόφαση να μην παραμείνεις, πάρε εσύ το δρόμο της επιστροφής στα βασίλειά σου οδηγώντας μαζί σου το μεγαλύτερο μέρος του στρατού·
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. αφαιρώ, μετακινώ
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Αντώνιος, 12.4 @scaife.perseus
    ἀνέστη μὲν οὖν ὁ Καῖσαρ ἀχθεσθεὶς ἀπὸ τοῦ βήματος, καὶ τὸ ἱμάτιον ἀπάγων ἀπὸ τοῦ τραχήλου τῷ βουλομένῳ παρέχειν τὴν σφαγὴν ἐβόα.
  4. κρατάω, φέρω
    ※  5ος/4oς πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 7.795a @scaife.perseus
    ἔδειξεν δὲ ταῦτα ὁ τῶν Σκυθῶν νόμος, οὐκ ἐν ἀριστερᾷ μὲν τόξον ἀπάγων,
  5. (για λογική, συλλογισμό) αποδεικνύω έμμεσα
    ※  4oς πκε αιώνας Αριστοτέλης, Αναλυτικών προτέρων/1, Analytica priora Book priora Part 1 Chapter 7 (priora.1.7), @scaife.perseus
    Οἱ δ ἐν τῷ πρώτῳ, οἱ κατὰ μέρος, ἐπιτελοῦνται μὲν καὶ δι αὑτῶν, ἔστι δὲ καὶ διὰ τοῦ δευτέρου σχήματος δεικνύναι εἰς ἀδύνατον ἀπάγοντας,οἷον εἰ τὸ Α παντὶ τῷ Β, τὸ δὲ Β τινὶ τῷ Γ, ὅτι τὸ Α τινὶ τῷ Γ. Εἰ γὰρ μηδενί, τῷ δὲ Β παντί, οὐδενὶ τῷ Γ τὸ Β ὑπάρξει·
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De sophismatis seu captionibus penes dictionem, 3, p.593 @scaife.perseus
    δῆλον δ ὅτι καὶ συλλογισμοῦ τρόπον, ὁποῖόν τις ἂν προέλοιτο, δυνατὸν ποιεῖν, ἅπαξ γε τὴν διαίρεσιν ἔχοντα καὶ ἐξ εὐθείας καὶ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπάγοντα.