Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχρό μέτωπο τα ψυχρά μέτωπα
      γενική του ψυχρού μετώπου των ψυχρών μετώπων
    αιτιατική το ψυχρό μέτωπο τα ψυχρά μέτωπα
     κλητική ψυχρό μέτωπο ψυχρά μέτωπα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχρό μέτωπο < → δείτε τις λέξεις ψυχρός και μέτωπο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psiˈxɾo ˈme.to.po/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ψυχρό μέτωπο ουδέτερο

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ψυχρό μέτωπο, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών