σωρειτομελανίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωρειτομελανίας < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική cumulonimbus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /so.ɾi.to.me.laˈni.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐ρει‐το‐με‐λα‐νί‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωρειτομελανίας αρσενικό
- (μετεωρολογία) είδος νέφους, το οποίο είναι πυκνό και ογκώδες, φτάνει σχεδόν έως το έδαφος και συνήθως προκαλεί καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σωρειτομελανίας
|