φοροτεχνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo.ɾo.te.xniˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐ρο‐τε‐χνι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
φοροτεχνικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τις φορολογικές υποθέσεις ή αναφέρεται σʼ αυτές
- (ουσιαστικοποιημένο) τα φοροτεχνικά
Ουσιαστικό επεξεργασία
φοροτεχνικός αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει ειδικευτεί σε φορολογικές υποθέσεις
- (ειδικότερα) ο λογιστής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φοροτεχνικός
|