Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα φοροτεχνικά
      γενική των φοροτεχνικών
    αιτιατική τα φοροτεχνικά
     κλητική φοροτεχνικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοροτεχνικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φοροτεχνικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοροτεχνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φοροτεχνικά