↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλόψυχος η φιλόψυχη το φιλόψυχο
      γενική του φιλόψυχου της φιλόψυχης του φιλόψυχου
    αιτιατική τον φιλόψυχο τη φιλόψυχη το φιλόψυχο
     κλητική φιλόψυχε φιλόψυχη φιλόψυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλόψυχοι οι φιλόψυχες τα φιλόψυχα
      γενική των φιλόψυχων των φιλόψυχων των φιλόψυχων
    αιτιατική τους φιλόψυχους τις φιλόψυχες τα φιλόψυχα
     κλητική φιλόψυχοι φιλόψυχες φιλόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φιλόψυχος (αρχαία σημασία: που αγαπά τη ζωή του, δειλός) < φιλό- + -ψυχος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈlo.psi.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λό‐ψυ‐χος

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλόψυχος, -η, -ο

  • (λόγιο) που αγαπά τις ψυχές των άλλων, φιλάνθρωπος
    ※  Πόσο γλυκειά είναι, αδελφοί μου, η μετάνοια. Η μετάνοια δεν είναι τίποτε άλλο παρά φάρμακο της ζωής. Είναι τόσο σπουδαία γιατί ο γλυκύτατος Κύριος μας, ο αμνησίκακος, ο αγαθός, ο πολυεύσπλαχνος, ο φιλάνθρωπος, ο φιλόψυχος, ο φιλόπτωχος, Εκείνος που ιδιαίτερα φροντίζει τη σωτηρία μας, διψάει πάντοτε τη μετάνοιά μας. (diakonima.gr, 20/02/2020, [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
φῐλοψῡχο-
ονομαστική / φιλόψυχος τὸ φιλόψυχον
      γενική τοῦ/τῆς φιλοψύχου τοῦ φιλοψύχου
      δοτική τῷ/τῇ φιλοψύχ τῷ φιλοψύχ
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλόψυχον τὸ φιλόψυχον
     κλητική ! φιλόψυχε φιλόψυχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φιλόψυχοι τὰ φιλόψυχ
      γενική τῶν φιλοψύχων τῶν φιλοψύχων
      δοτική τοῖς/ταῖς φιλοψύχοις τοῖς φιλοψύχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φιλοψύχους τὰ φιλόψυχ
     κλητική ! φιλόψυχοι φιλόψυχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλοψύχω τὼ φιλοψύχω
      γεν-δοτ τοῖν φιλοψύχοιν τοῖν φιλοψύχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλόψυχος < φιλό- + -ψυχος < φιλοψυχέω

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλόψυχος, -ος, -ον

  1. που αγαπάει υπερβολικά τη ζωή του, δειλός, μικρόψυχος
     αντώνυμα: ἀφιλόψυχος (όχι δειλός, γενναίος)
  2. (ελληνιστική σημασία) που αγαπάει τις ζωές και τις ψυχές των άλλων, φιλάνθρωπος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φίλος και ψυχή