φιλόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φιλόψυχος (αρχαία σημασία: που αγαπά τη ζωή του, δειλός) < φιλό- + -ψυχος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈlo.psi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λό‐ψυ‐χος
Επίθετο
επεξεργασίαφιλόψυχος, -η, -ο
- (λόγιο) που αγαπά τις ψυχές των άλλων, φιλάνθρωπος
- ※ Πόσο γλυκειά είναι, αδελφοί μου, η μετάνοια. Η μετάνοια δεν είναι τίποτε άλλο παρά φάρμακο της ζωής. Είναι τόσο σπουδαία γιατί ο γλυκύτατος Κύριος μας, ο αμνησίκακος, ο αγαθός, ο πολυεύσπλαχνος, ο φιλάνθρωπος, ο φιλόψυχος, ο φιλόπτωχος, Εκείνος που ιδιαίτερα φροντίζει τη σωτηρία μας, διψάει πάντοτε τη μετάνοιά μας. (diakonima.gr, 20/02/2020, [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλόψυχος
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
φῐλοψῡχο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | φιλόψυχος | τὸ | φιλόψυχον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | φιλοψύχου | τοῦ | φιλοψύχου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | φιλοψύχῳ | τῷ | φιλοψύχῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | φιλόψυχον | τὸ | φιλόψυχον | ||
κλητική ὦ! | φιλόψυχε | φιλόψυχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | φιλόψυχοι | τὰ | φιλόψυχᾰ | ||
γενική | τῶν | φιλοψύχων | τῶν | φιλοψύχων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | φιλοψύχοις | τοῖς | φιλοψύχοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | φιλοψύχους | τὰ | φιλόψυχᾰ | ||
κλητική ὦ! | φιλόψυχοι | φιλόψυχᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλοψύχω | τὼ | φιλοψύχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φιλοψύχοιν | τοῖν | φιλοψύχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφιλόψυχος, -ος, -ον
- που αγαπάει υπερβολικά τη ζωή του, δειλός, μικρόψυχος
- ≠ αντώνυμα: ἀφιλόψυχος (όχι δειλός, γενναίος)
- (ελληνιστική σημασία) που αγαπάει τις ζωές και τις ψυχές των άλλων, φιλάνθρωπος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φίλος και ψυχή
Πηγές
επεξεργασία- φιλόψυχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλόψυχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.