Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοψυχέω παρασύνθετο του φιλόψυχος

  Ρήμα επεξεργασία

φιλοψυχέω - φιλοψυχῶ (συνηρημένο)

  1. αγαπώ έντονα τη ζωή μου
  2. είμαι φιλόψυχος
  3. είμαι άτολμος, δειλός

Παράγωγα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το ρήμα φιλοψυχέω αναφέρεται από τον Τυρταίο (1, 18)