φιλοψυχέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοψυχέω παρασύνθετο του φιλόψυχος
Ρήμα
επεξεργασίαφιλοψυχέω - φιλοψυχῶ (συνηρημένο)
- αγαπώ έντονα τη ζωή μου
- είμαι φιλόψυχος
- είμαι άτολμος, δειλός
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- το ρήμα φιλοψυχέω αναφέρεται από τον Τυρταίο (1, 18)