φαλλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαλλικός | η | φαλλική | το | φαλλικό |
γενική | του | φαλλικού | της | φαλλικής | του | φαλλικού |
αιτιατική | τον | φαλλικό | τη | φαλλική | το | φαλλικό |
κλητική | φαλλικέ | φαλλική | φαλλικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαλλικοί | οι | φαλλικές | τα | φαλλικά |
γενική | των | φαλλικών | των | φαλλικών | των | φαλλικών |
αιτιατική | τους | φαλλικούς | τις | φαλλικές | τα | φαλλικά |
κλητική | φαλλικοί | φαλλικές | φαλλικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαλλικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαλλικός < φαλλ(ός) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαφαλλικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φαλλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφαλλικός, -ή, -όν
Πηγές
επεξεργασία- φαλλικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαλλικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.