• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πεϊκός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεϊκός η πεϊκή το πεϊκό
      γενική του πεϊκού της πεϊκής του πεϊκού
    αιτιατική τον πεϊκό την πεϊκή το πεϊκό
     κλητική πεϊκέ πεϊκή πεϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεϊκοί οι πεϊκές τα πεϊκά
      γενική των πεϊκών των πεϊκών των πεϊκών
    αιτιατική τους πεϊκούς τις πεϊκές τα πεϊκά
     κλητική πεϊκοί πεϊκές πεϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
πεϊκός < πέος + -ικός

Επίθετο

επεξεργασία

πεϊκός

  • (ανατομία) που έχει σχέση με το πέος ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • φαλλικός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ενδοπεϊκός
  • → δείτε τη λέξη πέος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πεϊκός
  • αγγλικά : penile (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πεϊκός&oldid=5503720"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 13:29

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 13:29.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας