φαιδρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαιδρός | η | φαιδρή | το | φαιδρό |
γενική | του | φαιδρού | της | φαιδρής | του | φαιδρού |
αιτιατική | τον | φαιδρό | τη | φαιδρή | το | φαιδρό |
κλητική | φαιδρέ | φαιδρή | φαιδρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαιδροί | οι | φαιδρές | τα | φαιδρά |
γενική | των | φαιδρών | των | φαιδρών | των | φαιδρών |
αιτιατική | τους | φαιδρούς | τις | φαιδρές | τα | φαιδρά |
κλητική | φαιδροί | φαιδρές | φαιδρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαιδρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαιδρός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /feˈðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαι‐δρός
Επίθετο επεξεργασία
φαιδρός, -ή, -ό
- που στερείται σοβαρότητας, που δεν μπορεί κανείς να τον πάρει στα σοβαρά, γελοίος, αστείος
- ↪ φαιδρό υποκείμενο
- (λόγιο) χαρούμενος, πρόσχαρος, ευχάριστος
- ↪ φαιδρή ατμόσφαιρα
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαιδρός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαιδρός < φαίνω (λάμπω)
Επίθετο επεξεργασία
φαιδρός, -ά, -όν
Συγγενικά επεξεργασία
- Φαίδρα το κύριο όνομα, εκείνη που λάμπει
- φαιδρύνω
- φαιδρόνους
- φαιδρότης (χαρά και ευθυμία)