φαιδρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαιδρότητα < αρχαία ελληνική φαιδρότης < φαιδρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαιδρότητα θηλυκό
- η ελαφρότητα, η χαρά, η ευθυμία
- η γελοιότητα, το ανάρμοστο και ανόητο αστείο
- Άσε τις φαιδρότητες να σοβαρευτούμε