φαιδρύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαιδρύνω < αρχαία ελληνική φαιδρύνω < φαιδρός
Ρήμα
επεξεργασίαφαιδρύνω
- δίνω πιο χαρούμενο και ανάλαφρο χαρακτήρα σε κάτι που χαρακτηρίζεται από υπερβολική σοβαρότητα ή κατήφεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαιδρύνω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφαιδρύνω