φαιδρόομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαιδρόομαι < φαιδρός
Ρήμα επεξεργασία
φαιδρόομαι/φαιδροῦμαι (αποθετικό ρήμα)
- λάμπω, ακτινοβολώ από χαρά
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- φαιδρόομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαιδρόομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.