υψοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υψοφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypsophobia < αρχαία ελληνική ὕψος + φόβος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυψοφοβία θηλυκό
- (ψυχιατρική, ιατρική) φόβος που αισθάνεται κάποιος που έχει ανέβει σε μεγάλο ύψος ή υψηλό σημείο (ψηλά βράχια, ουρανοξύστες, υψηλές γέφυρες), ο οποίος βιώνεται με έντονο άγχος ή πανικό
- ※ «Κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω χαμηλά», λέει ο Σκότι, που έχει ανεβεί πάνω σε ένα σκαμνί, προσπαθώντας κωμικοτραγικά να λυτρωθεί από την υψοφοβία. Το αίσθημα της ανασφάλειας σε κατατρύχει πάντα, όσες φορές και αν έχεις δει τον «Δεσμώτη του ιλίγγου». Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ αρνείται να μας καθησυχάσει. Γνωρίζει ότι ο κόσμος είναι μια χαώδης καταπακτή, με άπειρες πιθανότητες και λύσεις, αδιέξοδα και ιλίγγους. Και με τον «Δεσμώτη του ιλίγγου» θα μορφοποιήσει αυτό το αβυσσαλέο αίνιγμα της ύπαρξης. Θα αποδείξει ότι ο κινηματογράφος μπορεί να γίνει το ισοδύναμο του ονείρου. (www.tovima.gr, 06.09.2008)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- υψοφοβικός
- → δείτε τις λέξεις ύψος και φόβος
Μεταφράσεις
επεξεργασία υψοφοβία
Πηγές
επεξεργασία- υψοφοβία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υψοφοβία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)