↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υψοφοβικός η υψοφοβική το υψοφοβικό
      γενική του υψοφοβικού της υψοφοβικής του υψοφοβικού
    αιτιατική τον υψοφοβικό την υψοφοβική το υψοφοβικό
     κλητική υψοφοβικέ υψοφοβική υψοφοβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υψοφοβικοί οι υψοφοβικές τα υψοφοβικά
      γενική των υψοφοβικών των υψοφοβικών των υψοφοβικών
    αιτιατική τους υψοφοβικούς τις υψοφοβικές τα υψοφοβικά
     κλητική υψοφοβικοί υψοφοβικές υψοφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υψοφοβικός < υψοφοβία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

υψοφοβικός, -ή, -ό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υψοφοβικός αρσενικό (θηλυκό υψοφοβική)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία