υψοφοβικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαυψοφοβικός, -ή, -ό
- (ψυχιατρική) που έχει φοβία για τα ύψη, που πάσχει από υψοφοβία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυψοφοβικός αρσενικό (θηλυκό υψοφοβική)
- (ψυχιατρική) κάποιος που έχει φοβία για τα ύψη, που πάσχει από υψοφοβία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υψοφοβικός
|