υψοφοβική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υψοφοβική < υψοφοβικός + -ή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυψοφοβική θηλυκό
- θηλυκό του υψοφοβικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υψοφοβική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυψοφοβική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του υψοφοβικός