↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακροφοβία οι ακροφοβίες
      γενική της ακροφοβίας των ακροφοβιών
    αιτιατική την ακροφοβία τις ακροφοβίες
     κλητική ακροφοβία ακροφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακροφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική acrophobie ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική acrophobia < αρχαία ελληνική ἄκρος + φόβος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακροφοβία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία