↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπουργείο τα υπουργεία
      γενική του υπουργείου των υπουργείων
    αιτιατική το υπουργείο τα υπουργεία
     κλητική υπουργείο υπουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπουργείο < υπουργ(ός) + -είο < αρχαία ελληνική ὑπουργός (που προσφέρει έργο) < ὑπό + ἔργον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.puɾˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πουρ‐γεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπουργείο ουδέτερο

  1. (πολιτική) η δημόσια υπηρεσία που καλύπτει έναν τομέα του κυβερνητικού έργου και έχει επικεφαλής έναν υπουργό
  2. το κτίριο στο οποίο στεγάζεται αυτή η υπηρεσία
  3. το σύνολο της κυβέρνησης και των αξιωματούχων της (κατά τον 19ο αιώνα)[1]

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)