ministerio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ministerio | ministerioj |
αιτιατική | ministerion | ministeriojn |
ministerio (eo)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαministerio (la) ουδέτερο
- δοτική και αφαιρετική ενικού του ministerium