πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ministerstwo ministerstwa
γενική ministerstwa ministerstw
δοτική ministerstwu ministerstwom
αιτιατική ministerstwo ministerstwa
οργανική ministerstwem ministerstwami
τοπική ministerstwu ministerstwach
κλητική ministerstwo ministerstwa

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌmʲĩɲiˈstɛrstfɔ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ministerstwo (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη  minister