υπογλυχαιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπογλυχαιμία < υπο- + γλυκός + αρχαία ελληνική αἷμα[1] + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hypoglycémie)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπογλυχαιμία θηλυκό
- (σπάνιο, αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του υπογλυκαιμία
- ※ Η επίδρασις της υπογλυχαιμίας επί της λειτουργικότητος των αιμοπεταλίων ατόμων λαβόντων ασπιρίνην (www.didaktorika.gr)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπογλυχαιμία
|
- ↑ «γλυκαιμία ή γλυχαιμία, υπογλυκαιμία ή υπογλυχαιμία; Το ορθό είναι προφανώς το γλυχαιμία και υπογλυχαιμία λόγω τής δάσυνσης τού βʹ συνθετικού (-αιμία < αἷμα), όπως και λευχαιμία (λευκός + αἷμα), αφαιμάσσω / αφαίμαξη (ἀπό + αἱμάσσω). Οι ξένοι που έπλασαν τον όρο δεν έλαβαν υπ' όψιν τη δάσυνση τής λέξη αἷμα.» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: γλυκαιμία