υπατεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπατεία | οι | υπατείες |
γενική | της | υπατείας | των | υπατειών |
αιτιατική | την | υπατεία | τις | υπατείες |
κλητική | υπατεία | υπατείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπατεία < (ελληνιστική κοινή) ὑπατεία / ὑπατία < αρχαία ελληνική ὕπατος < ὑπό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *upo (υπό)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπατεία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ύπατος, να έχει το αξίωμα του υπάτου καθώς και η χρονική περίοδος της θητείας του