Ὑπατία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ῠπᾰτῐᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | Ὑπατίᾱ | αἱ | Ὑπατίαι | |
γενική | τῆς | Ὑπατίᾱς | τῶν | Ὑπατιῶν | |
δοτική | τῇ | Ὑπατίᾳ | ταῖς | Ὑπατίαις | |
αιτιατική | τὴν | Ὑπατίᾱν | τὰς | Ὑπατίᾱς | |
κλητική ὦ! | Ὑπατίᾱ | Ὑπατίαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὑπατίᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Ὑπατίαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ὑπατία < ὑπατία < αρχαία ελληνική ὕπατος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαὙπατία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ὑπατία στη Βικιπαίδεια 370-415, ελληνίδα μαθηματικός στην Αλεξάνδρεια
Πηγές
επεξεργασία- Ὑπατία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.