Υπατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Υπατία | οι | Υπατίες |
γενική | της | Υπατίας | των | Υπατιών |
αιτιατική | την | Υπατία | τις | Υπατίες |
κλητική | Υπατία | Υπατίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Υπατία < (ελληνιστική κοινή) Ὑπατία < ὑπατία < αρχαία ελληνική ὕπατος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Υπατία θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Υπατία στη Βικιπαίδεια 370-415, ελληνίδα μαθηματικός στην Αλεξάνδρεια