Δείτε επίσης: υπατεία, ὑπατία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπατεί αἱ ὑπατεῖαι
      γενική τῆς ὑπατείᾱς τῶν ὑπατειῶν
      δοτική τῇ ὑπατεί ταῖς ὑπατείαις
    αιτιατική τὴν ὑπατείᾱν τὰς ὑπατείᾱς
     κλητική ! ὑπατεί ὑπατεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπατεί
γεν-δοτ τοῖν  ὑπατείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπατεία < ελληνιστική κοινή ὕπατ(ος) (ο ύπατος) + -εία < αρχαία ελληνική ὕπατος (ανώτερος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑπατεία θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία