ὑπατεία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑπατείᾱ | αἱ | ὑπατεῖαι |
γενική | τῆς | ὑπατείᾱς | τῶν | ὑπατειῶν |
δοτική | τῇ | ὑπατείᾳ | ταῖς | ὑπατείαις |
αιτιατική | τὴν | ὑπατείᾱν | τὰς | ὑπατείᾱς |
κλητική ὦ! | ὑπατείᾱ | ὑπατεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπατείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπατείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὑπατεία < ελληνιστική κοινή ὕπατ(ος) (ο ύπατος) + -εία < αρχαία ελληνική ὕπατος (ανώτερος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὑπατεία θηλυκό
Άλλες γραφές επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ὑπατεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπατεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.