↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέρφορτος η υπέρφορτη το υπέρφορτο
      γενική του υπέρφορτου της υπέρφορτης του υπέρφορτου
    αιτιατική τον υπέρφορτο την υπέρφορτη το υπέρφορτο
     κλητική υπέρφορτε υπέρφορτη υπέρφορτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέρφορτοι οι υπέρφορτες τα υπέρφορτα
      γενική των υπέρφορτων των υπέρφορτων των υπέρφορτων
    αιτιατική τους υπέρφορτους τις υπέρφορτες τα υπέρφορτα
     κλητική υπέρφορτοι υπέρφορτες υπέρφορτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπέρφορτος < μεσαιωνική ελληνική ὑπέρφορτος[1] < αρχαία ελληνική ὑπέρ + φόρτος[2] < φέρω

  Επίθετο

επεξεργασία

υπέρφορτος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • υπέρφορτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ὑπέρφορτον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. φόρτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.