πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τύρβη οι τύρβες
      γενική της τύρβης των τυρβών
    αιτιατική την τύρβη τις τύρβες
     κλητική τύρβη τύρβες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τύρβη < στη σημασία «θόρυβος» (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τύρβη[1][2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τύρβη θηλυκό

  1. ο θόρυβος, η βαβούρα, η φασαρία από πλήθος ανθρώπων
     συνώνυμα: οχλαγωγία, βοή, αταξία, ταραχή, σύγχυση
      Ζούμε μέσα στην τύρβη της μεγαλούπολης, την πολυκοσμία.
  2. (επιστημονικός όρος) η ακανόνιστη ροή ρευστού ή αερίου
      (στη φυσική) η τύρβη του ανέμου
      (στην αστρονομία) ατμοσφαιρική τύρβη

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. τύρβη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τύρβη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. τύρβη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τύρβη αἱ τύρβαι
      γενική τῆς τύρβης τῶν τυρβῶν
      δοτική τῇ τύρβ ταῖς τύρβαις
    αιτιατική τὴν τύρβην τὰς τύρβᾱς
     κλητική ! τύρβη τύρβαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τύρβ
γεν-δοτ τοῖν  τύρβαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τύρβη < άγνωστης ετυμολογίας. Κατά τον Beekes[1] η διτυπία τύρβη, σύρβη οδηγεί σε ετυμολόγηση από την προελληνική . Συγγενή: πιθανόν στις γερμανικές γλώσσες π.χ. παλαιά νορβηγική þyrpa-sk (συνωστίζομαι, μαζεύομαι παραβάλετε το τυρβάζω στη μέση φωνή). Δείτε και το σύρβη.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τύρβη, -ης θηλυκό

  1. η αταξία, η σύγχυση από θόρυβο
     συνώνυμα: ὀχλαγωγία, τάραχος, ἀταξία, θόρυβος
     αντώνυμα: εὐκοσμία, εὐταξία
      4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Περὶ ἀντιδόσεως, 130
    τὴν τύρβην ἐν ᾗ ζῶμεν
    Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Τ
    <τύρβη> θόρυβος, [ἀγωγή,] τάραχος
  2. (μεταφορικά) ποιητική τύρβη
    1. για βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού
        2ος κε, Παυσανίας, Κορινθιακά, ΙΙ.24, 6
        τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην Τύρβην
    2. (κατά το λεξικό Σούδα) θορυβώδες γλέντι, το γλεντοκόπημα, ξεφάντωμα, ευθυμία
  3. (Κατά τον Ησύχιο) η θήκη για αυλούς, η αὐλοθήκη
    Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Σ
    <σύρβη> γὰρ ἡ αὐλοθήκη. ἢ ταραχώδης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.