τύρβη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τύρβη | οι | τύρβες |
γενική | της | τύρβης | των | τυρβών |
αιτιατική | την | τύρβη | τις | τύρβες |
κλητική | τύρβη | τύρβες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τύρβη < στη σημασία «θόρυβος» (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τύρβη[1][2]
- για τους επιστημονικούς όρους: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική turbulence[3]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtiɾ.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τύρ‐βη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τύρβη θηλυκό
- ο θόρυβος, η βαβούρα, η φασαρία από πλήθος ανθρώπων
- ≈ συνώνυμα: οχλαγωγία, βοή, αταξία, ταραχή, σύγχυση
- ⮡ Ζούμε μέσα στην τύρβη της μεγαλούπολης, την πολυκοσμία.
- (επιστημονικός όρος) η ακανόνιστη ροή ρευστού ή αερίου
- ⮡ (στη φυσική) η τύρβη του ανέμου
- ⮡ (στην αστρονομία) ατμοσφαιρική τύρβη
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ τύρβη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ τύρβη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ τύρβη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία
- τύρβη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τύρβη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τύρβη | αἱ | τύρβαι |
γενική | τῆς | τύρβης | τῶν | τυρβῶν |
δοτική | τῇ | τύρβῃ | ταῖς | τύρβαις |
αιτιατική | τὴν | τύρβην | τὰς | τύρβᾱς |
κλητική ὦ! | τύρβη | τύρβαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τύρβᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τύρβαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τύρβη < άγνωστης ετυμολογίας. Κατά τον Beekes[1] η διτυπία τύρβη, σύρβη οδηγεί σε ετυμολόγηση από την προελληνική . Συγγενή: πιθανόν στις γερμανικές γλώσσες π.χ. παλαιά νορβηγική þyrpa-sk (συνωστίζομαι, μαζεύομαι παραβάλετε το τυρβάζω στη μέση φωνή). Δείτε και το σύρβη.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τύρβη, -ης θηλυκό
- η αταξία, η σύγχυση από θόρυβο
- (μεταφορικά) ποιητική τύρβη
- για βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού
- ※ 2ος κε, Παυσανίας, Κορινθιακά, ΙΙ.24, 6
- ※ τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην Τύρβην
- ※ 2ος κε, Παυσανίας, Κορινθιακά, ΙΙ.24, 6
- (κατά το λεξικό Σούδα) θορυβώδες γλέντι, το γλεντοκόπημα, ξεφάντωμα, ευθυμία
- για βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού
- (Κατά τον Ησύχιο) η θήκη για αυλούς, η αὐλοθήκη
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Σ
- <σύρβη> γὰρ ἡ αὐλοθήκη. ἢ ταραχώδης
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Σ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠιθανόν και
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία
- τύρβη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τύρβη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.