Ετυμολογία

επεξεργασία
τυρβάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυρβάζω < τύρβη

τυρβάζω μόνο στο ενεστωτικό θέμα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

  • ασχολούμαι με κάτι, ανακατώνομαι σε κάτι
    ⮡  περί άλλα τυρβάζει (ασχολείται με άλλα πράγματα)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυρβάζω, ήδη τον 8ο αιώνα σε απόσπασμα του Ησίοδου < τύρβ(η) + -άζω. Η ετυμολόγηση του θέματος τυρβ- είναι δυσχερής. → δείτε τη λέξη τύρβη [1]

τυρβάζω μεσοπαθητική φωνή τυρβάζομαι

  1. (αρχική σημασία) ανακατεύω, ταράζω, αναταράσσω, αναστατώνω
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀπόσπασμα 754 @archive.org
    τυφλὸς γάρ, ὦ γυναῖκες, οὐδʼ ὁρῶν Ἄρης | συὸς προσώπῳ πάντα τυρβάζει κακά.
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 257 (256-257)
    κἄπειτ᾽ ἴσως ἐν τῷ σκότῳ τουτουὶ στερηθεὶς | τὸν πηλὸν ὥσπερ ἀτταγᾶς τυρβάσεις βαδίζων.
    και δίχως φως, στα σκοτεινά, μέσα δω στο βούρκο | σαν τις λιβαδοπέρδικες θα τσαλαβουτάτε.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    και έπειτα ίσως στο σκοτάδι δίχως φως, | περπατώντας θα ανακατεύεις τη λάσπη σαν τις λιβαδοπέρδικες.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
  2. (στη μέση φωνή) συνωθούμαι, συνωστίζομαι
    → δείτε παράθεμα στο τυρβάζεσθαι
  3. (στην παθητική φωνή) ασχολούμαι, φροντίζω
    ※  Mάρθα, Mάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά (Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, 10, 41)
    Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και ασχολείσαι με πολλά
  4. (ελληνιστική σημασία) ξεφαντώνω, γλεντώ, διασκεδάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.