Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφαντώνω < μεσαιωνικά ρήματα ξεφαντώνω & ξηφαντώννω & ἐξεφαντώνω < ίσως από ἐκφαντεύω < αρχαία ελληνική ἔκφαντος μετοχή του ἔκφημι

  Ρήμα επεξεργασία

ξεφαντώνω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία