Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυρβάζομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τυρβάζομαι
α΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
μεσοπαθητικού
ενεστώτα
του
τυρβάζω
ταράζομαι
,
αναταράζομαι
,
αναστατώνομαι
ξεχειλίζω
,
χύνομαι