Δείτε επίσης: Τσιπούρα, Τσίπουρα, Τσιπουρά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιπούρα οι τσιπούρες
      γενική της τσιπούρας
    αιτιατική την τσιπούρα τις τσιπούρες
     κλητική τσιπούρα τσιπούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τσιπούρα στις βορειοδυτικές ακτές της Σαρδηνίας.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιπούρα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία