τσιπουρίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιπουρίτσα | οι | τσιπουρίτσες |
γενική | της | τσιπουρίτσας | — | |
αιτιατική | την | τσιπουρίτσα | τις | τσιπουρίτσες |
κλητική | τσιπουρίτσα | τσιπουρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιπουρίτσα < τσιπούρα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιπουρίτσα θηλυκό
- (ψάρι) υποκοριστικό του τσιπούρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιπουρίτσα
|