τσαντίρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσαντίρι | τα | τσαντίρια |
γενική | του | τσαντιριού | των | τσαντιριών |
αιτιατική | το | τσαντίρι | τα | τσαντίρια |
κλητική | τσαντίρι | τσαντίρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσαντίρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çadır < περσική چادر (çādur: τέντα) < σανσκριτική छत्त्र (chattra: ομπρέλα, καταφύγιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skeh₃- (σκιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡sanˈdi.ɾi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαντίρι ουδέτερο
- σκηνή στην οποία μένουν (κυρίως) τσιγγάνοι
- (κατ’ επέκταση) φτωχικό προχειροφτιαγμένο σπιτάκι