↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρικούβερτος η τρικούβερτη το τρικούβερτο
      γενική του τρικούβερτου της τρικούβερτης του τρικούβερτου
    αιτιατική τον τρικούβερτο την τρικούβερτη το τρικούβερτο
     κλητική τρικούβερτε τρικούβερτη τρικούβερτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρικούβερτοι οι τρικούβερτες τα τρικούβερτα
      γενική των τρικούβερτων των τρικούβερτων των τρικούβερτων
    αιτιατική τους τρικούβερτους τις τρικούβερτες τα τρικούβερτα
     κλητική τρικούβερτοι τρικούβερτες τρικούβερτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρικούβερτος < τρι- + κουβέρτ(α) (στη σημασία: κατάστρωμα) + -ος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾiˈku.veɾ.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐κού‐βερ‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

τρικούβερτος, -η, -ο

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, για ιστιοφόρα) που έχει τρία καταστρώματα (= κουβέρτες)
  2. (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη ένταση και διάρκεια
    ⮡  στήσανε έναν καβγά τρικούβερτο
    ⮡  μετά το γάμο έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία