τζιτζιλόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιτζιλόνι | τα | τζιτζιλόνια |
γενική | του | τζιτζιλονιού | των | τζιτζιλονιών |
αιτιατική | το | τζιτζιλόνι | τα | τζιτζιλόνια |
κλητική | τζιτζιλόνι | τζιτζιλόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζιτζιλόνι < (άμεσο δάνειο) αλβανική xixëllonjë (πυγολαμπίδα) < xixë (σπίθα, σπινθήρας) < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζιτζιλόνι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) (οικείο) μικρός σε μέγεθος γυάλινος λαμπερός (και ενίοτε χρωματιστός) βώλος με τον οποίο παίζαν τα παιδιά
- (οικείο) (αργκό) τζιτζί
- Είχα ένα μαγαζάκι, δέκα τετραγωνικά / τόσος κόπος και μεράκι πήγε στράφι τελικά. / Ήταν σκέτο τζιτζιλόνι με εμπορεύματα εκλεκτά, / μα μου ήρθε η εφορία και μου έφυγε η μαγκιά.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τζιτζιλόνι
|