Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζιτζιλόνι τα τζιτζιλόνια
      γενική του τζιτζιλονιού των τζιτζιλονιών
    αιτιατική το τζιτζιλόνι τα τζιτζιλόνια
     κλητική τζιτζιλόνι τζιτζιλόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζιτζιλόνι < (άμεσο δάνειο) αλβανική xixëllonjë (πυγολαμπίδα) < xixë (σπίθα, σπινθήρας) < (ηχομιμητική λέξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζιτζιλόνι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) (οικείο) μικρός σε μέγεθος γυάλινος λαμπερός (και ενίοτε χρωματιστός) βώλος με τον οποίο παίζαν τα παιδιά
     συνώνυμα: γκαζά, μπίλια
  2. (οικείο) (αργκό) τζιτζί
    Είχα ένα μαγαζάκι, δέκα τετραγωνικά / τόσος κόπος και μεράκι πήγε στράφι τελικά. / Ήταν σκέτο τζιτζιλόνι με εμπορεύματα εκλεκτά, / μα μου ήρθε η εφορία και μου έφυγε η μαγκιά.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία