τζιτζί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιτζί | τα | τζιτζιά |
γενική | του | τζιτζιού | — | |
αιτιατική | το | τζιτζί | τα | τζιτζιά |
κλητική | τζιτζί | τζιτζιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζιτζί < τουρκική cici (όμορφο) < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζιτζί ουδέτερο
- (οικείο) (λαϊκότροπο) (αργκό) όμορφο
- Το αυτοκίνητο ήταν τζιτζί. Μεταχειρισμένο, αλλά «φυσούσε». Ο νέος ιδιοκτήτης ενθουσιασμένος. Είχε δικαιωθεί η επιλογή του. (*)
- (βρεφική γλώσσα) το βυζί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίατζιτζί
Συνώνυμα
επεξεργασία- «τζάμι»