Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σένιος η σένια το σένιο
      γενική του σένιου της σένιας του σένιου
    αιτιατική τον σένιο τη σένια το σένιο
     κλητική σένιε σένια σένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σένιοι οι σένιες τα σένια
      γενική των σένιων των σένιων των σένιων
    αιτιατική τους σένιους τις σένιες τα σένια
     κλητική σένιοι σένιες σένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σένιος < σενι(άρω) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

  Επίθετο επεξεργασία

σένιος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία