Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζιζ < (άμεσο δάνειο) αλβανική xixë ((σπίθα, σπινθήρας) < (ηχομιμητική λέξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζιζ ουδέτερο άκλιτο

  1. (στην παιδική γλώσσα) κάτι που καίει ή που (κατ’ επέκταση) είναι επικίνδυνο
  2. (οικείο) είδος παιδικού παιχνιδιού, κατά το οποίο κάποιος κρύβει με το ένα χέρι του τα μάτια και στο άλλο του ελεύθερο χέρι δέχεται χτύπημα από τους υπόλοιπους παίχτες, προσπαθώντας να μαντέψει ποιος τον χτύπησε
     συνώνυμα: μπιζ
    ※  Ένα παιδί έκρυβε τα μάτια του (μάνα) και ένα άλλο από τα υπόλοιπα το χτυπούσε. Όλοι φώναζαν «τζιζ» ή «μπιζ» και σήκωναν το ένα χέρι. Η «μάνα» τότε άνοιγε τα μάτια και έλεγε ποιο μπορεί να ήταν αυτό που το χτύπησε. Αν το έβρισκε έκανε αυτό τη «μάνα». Αν όχι, συνέχιζε το ίδιο παιδί. Μιλάμε για πολύ ξεπλάτισμα [1]

  Επιφώνημα επεξεργασία

τζιζ

  1. επιφώνημα που λέγεται όταν βλέπουμε κάτι που καίει ή είναι επικίνδυνο
  2. επιφώνημα που λέγεται κατά τη διάρκεια του παραπάνω παιχνιδιού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία