Δείτε επίσης: σόου μπιζ, σοουμπίζ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. μπιζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική bis < λατινική bis
  2. μπιζ < (ηχομιμητική λέξη) (ή < τζιζ < αλβανική xixë < (ηχομιμητική λέξη))

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιζ ουδέτερο άκλιτο

  Επιφώνημα επεξεργασία

μπιζ

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιζ ουδέτερο άκλιτο

  Επιφώνημα επεξεργασία

μπιζ

  • επιφώνημα που λέγεται κατά τη διάρκεια του παραπάνω παιχνιδιού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία