Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπιζάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπιζάρισμα
τα
μπιζαρίσμα
τ
α
γενική
του
μπιζαρίσμα
τ
ος
των
μπιζαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
μπιζάρισμα
τα
μπιζαρίσμα
τ
α
κλητική
μπιζάρισμα
μπιζαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπιζάρισμα
<
μπιζάρω
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπιζάρισμα
ουδέτερο
το νέο κάλεσμα ενός
καλλιτέχνη
(
ηθοποιού
,
χορευτή
,
μουσικού
, κ.α.) στη
σκηνή
για να τον
χειροκροτήσουν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπιζάρισμα
αγγλικά
:
encore
(en)