μπιζάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
μπιζάρω
- καλώ εκ νέου στη σκηνή έναν καλλιτέχνη (ηθοποιό, χορευτή, μουσικό, κ.α.) για να τον χειροκροτήσω
Συγγενικά
επεξεργασία- μπιζάρισμα
- → δείτε τη λέξη μπιζ