Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμπέθερος οι συμπέθεροι
      γενική του συμπέθερου
συμπεθέρου
των συμπέθερων
συμπεθέρων
    αιτιατική τον συμπέθερο τους συμπέθερους
συμπεθέρους
     κλητική συμπέθερε συμπέθεροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπέθερος < μεσαιωνική ελληνική συμπέθερος < σύν + αρχαία ελληνική πενθερός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /simˈbe.θe.ɾos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπέθερος αρσενικό (θηλυκό: συμπεθέρα)

  1. ο πεθερός του παιδιού μου
    ο πατέρας του γαμπρού είναι συμπέθερος με τον πατέρα της νύφης
  2. γενικός όρος για την οικογένεια του/της συζύγου του παιδιού μου και τους συγγενείς εξ αγχιστείας
    το βράδυ έχουμε τραπέζι στους συμπεθέρους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία