συμπεθερικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπεθερικός < συμπέθερος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασυμπεθερικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συμπέθερος και πεθερός
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπεθερικός
|
συμπεθερικός, -ή, -ό
|